κέρκωψ

κέρκωψ
Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται δημιουργίες του.
* * *
κέρκωψ, -ωπος, ο (ΑΜ)
μτφ. κακοποιός, πανούργος, δόλιος άνθρωπος («λόγοι κερκώπων μαλακοί», ΠΔ)
αρχ.
είδος πιθήκου με μεγάλη ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος + -ωψ < ὤψ «όψη, πρόσωπο» (< εκτεταμένης βαθμίδας θ. ωπ- όπως στο ὄπ-ωπ-α), πρβλ. κύν-ωψ, βό-ωψ. Η πανουργία τών φερώνυμων μυθολογικών προσώπων κατέστησε τη λ. συνών. τού «πανούργος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κερκώπων — Κέρκωψ man monkey masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκώπων — κέρκωψ man monkey masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκωπα — Κέρκωψ man monkey masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωπα — κέρκωψ man monkey masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκωπας — Κέρκωψ man monkey masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωπας — κέρκωψ man monkey masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκωπες — Κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωπες — κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”